- βαλλαχραδαι
- βαλλαχράδαιβαλλ-αχράδαι-ῶν οἱ метатели или сбиватели диких груш (прозвище аргосских мальчиков) Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βαλλαχράδαι — βαλλαχράδαι, οι (Α) (σκωπτική επωνυμία των νέων στο Άργος) αυτοί που πετούν άγρια αχλάδια ο ένας στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάλλω + αχράς «το αχλάδι, η αχλαδιά»] … Dictionary of Greek
βαλλαχράδας — βαλλαχράδᾱς , βαλλαχράδαι pear throwers masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)